- ποικιλόδιφρος
- ποικῐλό-διφρος, ον,A with chariot (or perh. throne) richly dight, Θετταλὲ π. Orac. ap. Poll.7.112.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλόδιφρος — ον, Α αυτός που έχει πλούσια διακοσμημένο δίφρο, άρμα, ή πιθ. αυτός που έχει πλούσια διακοσμημένο θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δίφρος «άρμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόδιφρε — ποικιλόδιφρος with chariot masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek